συμπαίκτρια
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ἡ, fem. of συμπαίκτης.
German (Pape)
[Seite 984] ἡ, fem. von συμπαικτήρ, die Mitspielende (?).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. συμπαίκτης.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. συμπαίκτης.