αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].
-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].