συνεκκλίνω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: συνεκκλίνω | Medium diacritics: συνεκκλίνω | Low diacritics: συνεκκλίνω | Capitals: ΣΥΝΕΚΚΛΙΝΩ |
Transliteration A: synekklínō | Transliteration B: synekklinō | Transliteration C: synekklino | Beta Code: sunekkli/nw |
[ῑ], decline (morally) together, Posidon. ap. Gal.5.469.
συνεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω, κάμπτω κατὰ μέρος ἢ πλαγίως ὁμοῦ, Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.
Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.
Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.