σύγκληση

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου»)
2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Greek Monolingual

η, Ν
1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου»)
2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].