ῥόμμα
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ατος, τό, (ῥόφω) = ῥόφημα, Hp. ap. Gal.19.135.
German (Pape)
[Seite 848] τό, = ῥόφημα, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόμμα: τό, (ῥοφέω) = ῥόφημα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το ῥόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός.