ληστήρ
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
λῃστήρ και ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α)
1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ' ἀλόωνται», Ομ. Οδ.)
2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τήρ < ληΐς, άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τήρ].