διανεκής
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ές, v. διηνεκής.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
διᾱνεκής: -ές, Δωρ. καὶ Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ διηνεκής, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
v. διηνεκής.
Greek Monotonic
διᾱνεκής: -ές, Δωρ. και Αττ. αντί διηνεκής.
Russian (Dvoretsky)
διᾱνεκής: Plat. v.l. = διηνεκής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διᾱνεκής zie διηνεκής.