διαφόρημα

From LSJ
Revision as of 15:25, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφόρημα Medium diacritics: διαφόρημα Low diacritics: διαφόρημα Capitals: ΔΙΑΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: diaphórēma Transliteration B: diaphorēma Transliteration C: diaforima Beta Code: diafo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A thing thrown to and fro; the game of ball, Hsch., Suid. II thing torn to pieces, prey, LXXJe.37.16.

Greek (Liddell-Scott)

διαφόρημα: τό, τὸ ῥιπτόμενον τῇδε κἀκεῖσε, παίγνιον, σφαῖρα, Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. τὸ εἰς τεμάχιον κατεσπαραγμένον, λεία, Ἑβδ. (Ἱερ. 37. 16).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 saqueo, despojo ἔσονται οἱ διαφοροῦντές σε εἰς δ. LXX Ie.37.16.
2 excremento Sud.s.u. Ἀρειανός.
3 cierto juego Hsch., Sud.

Greek Monolingual

το (ΑΝ)
1. ό,τι ρίχνεται εδώ κι εκεί, παιχνίδι με μπάλα
2. ό,τι έχει τεμαχιστεί, λεία.