γλύκασμα
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ατος, τό, sweetness, LXX Pr.16.24, al.; sweet wine, ib.Ne.8.10, al.
Greek (Liddell-Scott)
γλύκασμα: -ατος, τό, γλυκύτης, γλυκὺ πρᾶγμα, Ἑβδ. (Παροιμ. ις΄, 24 κ. ἀλλ.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 dulzor fig. de las palabras, LXX Pr.16.24.
2 vino dulce LXX 1Es.9.51.
Greek Monolingual
το (AM γλύκασμα) γλυκάζω
1. γλυκύτητα
2. γλυκό κρασί
νεοελλ.
1. καταπράυνση
2. (για τον καιρό) βελτίωση
3. τα γλυκάσματα
πολτώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα από φυτά.