βρεφώδης
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ες, childish, Ph.1.394, Diog.Oen.9, Procl.Par. Ptol.284.
German (Pape)
[Seite 463] ες, kindlich, kindisch, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μὲ βρέφος, νηπιώδης, Φίλων 1. 394, Κλήμ. Ἀλ. 123, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
1 infantil, propio de un niño λόγος Clem.Al.Paed.1.6.42, como pred. ἐκ δὲ γῆς φύντες βρεφώδεις Diog.Oen.20.12
•neutr. subst. τὸ β. lo infantil, infantilismo (ἀπιδὼν), ἀλλ' εἰς τὸ τῆς διανοίας ἀλόγιστον καὶ πρὸς ἀλήθειαν βρεφῶδες Ph.1.394.
2 adv. -ῶς de manera infantil ἵνα ἐμφατικώτερον εἴπω β. Origenes Hom.18.6 in Ier.