ἀγήραντος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = ἀγήραος (ageless, undecaying, not waxing old), Simon. 100.4, E. Epigr. 2.1.
German (Pape)
[Seite 13] (γῆρας), unvergänglich, εὐλογία Simon. frg. 153 (VII, 253); στέφανος Ep. ad. 556 (App. 194). Homer heißt ἀγ. στόμα κόσμου Ant. Sid. 68 (VII, 6).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγήραντος: ον = τῷ ἑπομ., Σιμων. 95, Εὐρ. παρ’ Ἀθην. 61Β.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no envejece εὐλογίη Simon.118D., ἀγήραντον στόμα κόσμου παντός de Homero AP 7.6 (Antip.Sid.), cf. ἀγήρατος.
2 que no se desgasta λίθος Ps.Dsc.Lap.2.
Greek Monotonic
ἀγήραντος: -ον (γηράσκω) = το επόμ., σε Σιμων., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγήραντος: Anth. = ἀγήραος.