ἀγρευτήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = ἀγρευτής (hunter, trap), Theoc. 21.6, Call. Dian. 218, AP 7.578 (Agath.). as Adj., ἀ. κύνες Opp. C. 3.456 ; ἀγρευτῆρι λίνῳ, i.e. with fishing-net, Man. 5.279.
German (Pape)
[Seite 22] ῆρος, ὁ, der Fänger, Jäger, Callim. Dian. 218; ἰχθύος Theocr. 21, 6; auch adj., ἄνδρες Opp. C. 1, 35; κύνες 3, 456; ἀγρευτῆρι λίνῳ Man. 5, 279.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 21. 6, Καλλ. Ἄρτ. 218, Ἀνθ. Π. 7. 578. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγρ. κύνες, Ὀππ. Κυν. 3. 456· ἀγρευτῆρι λίνῳ, ὅ ἐ. διὰ δικτύου ἁλιευτικοῦ, Μανέθ. 5. 279.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: ἀγρεύω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 cont. cazador o pescador Καλυδωνίου κάπροιο Call.Dian.218, ἰχθύος Theoc.21.6, cf. AP 7.578 (Agath.), ἀγρευτῆρι πανείκελος Nonn.D.42.126, ἁλίπλοοι ἀγρευτῆρες Opp.H.1.272, cf. Leon.2270P.
2 como adj. de caza cont. de pesca κύνες Opp.C.3.456, Nonn.D.44.290, ἀγρευτῆρι λίνῳ Man.5.279.
Greek Monotonic
ἀγρευτήρ: -ῆρος, ὁ = το επόμ., σε Θεόκρ., Ανθ.