ἀλλοιόστροφος
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
ον, of irregular strophes, i.e. not consisting of alternate strophe and antistrophe, Heph.Poeëm.5.
German (Pape)
[Seite 104] aus verschiedenen Strophen, Hephaest. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοιόστροφος: -ον, ἐν τῇ λυρ. ποιήσει, ὁ ἔχων ἀκανονίστους στροφάς· δηλ. ὁ μὴ συνιστάμενος ἐκ διαδοχικῶν στροφῶν καὶ ἀντιστροφῶν, Ἡφαιστ. 9.
Spanish (DGE)
-ον de estrofas desiguales ποίημα Heph.Poëm.5.3.
Greek Monolingual
ἀλλοιόστροφος, -ον (Α)
(ποίημα) χωρίς κανονική διάταξη, χωρίς στροφή και αντιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -στροφός < στρέ-φω].
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοιόστροφος: стих. с нерегулярно чередующимися строфами.