ἀνεικαιότης

From LSJ
Revision as of 15:07, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' ητος ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεικαιότης Medium diacritics: ἀνεικαιότης Low diacritics: ανεικαιότης Capitals: ΑΝΕΙΚΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: aneikaiótēs Transliteration B: aneikaiotēs Transliteration C: aneikaiotis Beta Code: a)neikaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, levelheadedness, discretion, Chrysipp.Stoic. 2.40, Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.

German (Pape)

[Seite 220] ητος, ἡ, Besonnenheit, Vorsicht, Diog. L. 7, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεικαιότης: -ητος, ἡ, διάκρισις, φρόνησις, Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 2, Διογέν. Λ. 7. 46.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
equilibrio, ponderación al emitir un juicio τὴν [ἀ] προπτωσί[αν] τιμῶμ[ε] ν καὶ τὴν [ἀνει] καιότ[η] τα Chrysipp.Stoic.2.39.40, cf. Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.

Greek Monolingual

ἀνεικαιότης, η (Α)
διάκριση, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνεικαιότης: ητος ἡ осмотрительность, осторожность Diog. L.