ἀπογέννημα
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ατος, τό, offspring, Ti.Locr.97e, Ael.NA 15.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογέννημα: τό, τὸ ἀπό τινος γεννηθέν, ἀπογεννάματα δὲ τουτέων ἐστὶ τὰ σώματα Τίμ. Λοκρ. 97Ε, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
progéniture.
Étymologie: ἀπό, γεννάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 producto, resultado total Ti.Locr.97e, ἀ. εἶναι κρυστάλλου Ael.NA 15.8, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ποσὸν μέρος τοῦ ἐκ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ποσοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἀπογεννήματος Alex.Aphr.in Metaph.669.21.
2 vastago ἓν καὶ μόνον ἀ. Apoll.Ep.Bas.M.32.1104D, cf. Tat.Orat.8.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογέννημα: ατος τό отпрыск, порождение Plat.