ἀτρύπητος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
[ῡ], ον, = ἄτρητος, τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.Cic.26, 2.205b.
German (Pape)
[Seite 389] = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύπητος: [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non percé.
Étymologie: ἀ, τρυπάω.
Spanish (DGE)
-ον
no agujereado, no perforado del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.Cic.26, 2.205b
•ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad op. τετρυπημένα ψῆφος Lindos 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.de Ex.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτρύπητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρύπητος: (ῡ) Arst., Plut. = ἄτρητος 1.