ἐγγάστριος
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ον, in the womb, Man.1.189.
German (Pape)
[Seite 700] im Mutterleibe, Sp., wie Maneth. 1, 189.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγάστριος: -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρί, ἐν τῇ μήτρᾳ, Μανέθων 1. 189.
Spanish (DGE)
-ον
que está en el vientre τὸ ἐγγάστριον λαβεῖν concebir Ar.Byz.Epit.1.74, ἔχειν ἐγγάστριον Cat.Cod.Astr.8(1).175.12, ἔμβρυα ... μηδὲ βροτῶν μορφὴν ἐγγάστριον αὐξήσαντα Man.1.189, προφήτην ἐγγάστριον φέρεις Chrys.M.50.791
•neutr. subst. τὸ ἐ. feto ἐγγάστριον ὀδυνεῖν Rom.Mel.57.ιηʹ.1, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).175.9, Phys.B 297.14
•que está en el intestino ἐγγάστρια ζῶα de las lombrices, Hdn.Epim.31
•fig. de las doctrinas heréticas μαθήματα ἐναντία τοῖς δόγμασι τῆς ἀληθείας, ἐγγάστρια αὐτῶν Origenes M.12.1033D.
Greek Monolingual
ἐγγάστριος, -ον (AM)
Ι. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά
μσν.
(για γυναίκα) έγκυος
II. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγγάστριον
το έμβρυο
μσν.
η κυοφορία.