ἐκδεσμεύω
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
make binding, secure, τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
German (Pape)
[Seite 756] anbinden; übertr., τὴν πίστιν εἰς ἀλλήλους Pol. 3, 33, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδεσμεύω: συνδέω, ἐκδεσμεύων τὴν ἑκατέραν πίστιν εἰς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 33, 8.
Spanish (DGE)
atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
•fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
Greek Monolingual
ἐκδεσμεύω (Α)
1. συνδέω, προσδένω
2. εξασφαλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδεσμεύω: связывать: ἐ. την πίστιν εἰς ἀλλήλους Polyb. поклясться во взаимной верности.