Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδικητικός

From LSJ
Revision as of 05:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐκητικός Medium diacritics: ἐκδικητικός Low diacritics: εκδικητικός Capitals: ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekdikētikós Transliteration B: ekdikētikos Transliteration C: ekdikitikos Beta Code: e)kdikhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, revengeful, Tz.ad Lyc.406.

German (Pape)

[Seite 757] ή, όν, rächend, strafend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδῐκητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vengativo δυνάμεις de las Erinis, Tz.ad Lyc.406.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐκδικητικός, -ή, -όν)
αυτός που ρέπει προς την εκδίκηση, που θέλει οπωσδήποτε να εκδικηθεί
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή στον εκδικητή.