ἐναντίβιος
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
ον, set against, hostile, αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος AP10.8 (Arch., Herm. for οὔποτε ἀντιβίας): elsewhere neut. as adverb, face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, 11.8.168, 10.451, etc.; ἐλθεῖν 20.130; στῆναι 21.266: c.gen., Ἀχιλῆος ἐ. πολεμίξειν 20.85.--Only poet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντίβῐος: -ον, ἐχθρικῶς διακείμενος, αἰθυίαις οὔποτ᾿ ἐναντίβιος Ἀνθ. Π. 10. 8 (ὡς ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ οὔποτε ἀντιβίας)· ἀλλαχοῦ μόνον ὡς ἐπίρρ., πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἐναντίβιον μαχέσασθαι Ἰλ. Θ. 168, ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Κ. 451, κτλ.· ἐλθεῖν Υ. 130· στῆναι Φ. 266· μετὰ γεν., Ἀχιλῆος ἐν. πολεμίζειν Υ. 85. ‒ Μόνον Ἐπικ.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-τῐ-]
1 contrario, hostil c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. AP 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.
2 neutr. como adv. frente a frente, cara a cara ἐναντίβιον μαχέσασθαι Il.8.168, πολεμίξων Il.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν Il.20.130, στῆναι Il.21.266, Od.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν Il.20.85.
• Etimología: Cf. βία.
Greek Monolingual
ἐναντίβιος, -ον (Α)
1. εχθρικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον
εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐναντίβῐος: -ον, αυτός που διάκειται εχθρικά, εχθρικός, σε Ανθ.· ως επίρρ., πρόσωπο με πρόσωπο, αντικρυστά, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐν-αντίβῐος, ον adj
set against, hostile, Anth.:—as adv. face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν Il.