ἐμπεδόκαρπος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, ever-fruiting, Emp.77.
German (Pape)
[Seite 811] stets Früchte tragend; Empedocl. 287; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδόκαρπος: -ον, ὡς τὸ ἀείκαρπος, ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, ἐμπεδόφυλλος, ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου ἀείφυλλος.
Spanish (DGE)
-ον siempre fructífero de árboles, Emp.B 77.
Greek Monolingual
ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)
(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεδόκαρπος: постоянно приносящий плоды Emped.