ἐναπερεύγω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
vomit forth upon, metaph. of lust, τὸ πάθος τινί Ph.2.393, cf. 202.
German (Pape)
[Seite 828] darin ausspeien, Philo.
Spanish (DGE)
vomitar fig. τὸ πάθος Ph.2.202, c. dat. μὴ ὡς αἰχμαλώτῳ ... ἐναπερύγῃς τὸ πάθος Ph.2.393.
Greek Monolingual
ἐναπερεύγω (AM)
ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι
μσν.
μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ' έναν τόπο
αρχ.
(μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω.