ἐμπλατύνω
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
widen or extend, τὰ ὅρια LXXEx.23.18: metaph., δόμα ἀνθρώπου ἐ. αὐτόν ib.Pr.18.16:—Pass., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι to expatiate, Str.8.7.3.
German (Pape)
[Seite 814] darin ausbreiten, LXX. – Med., τοῖς λόγοις περί τινος, sich weitläufig über Etwas verbreiten, Strab. VIII, 385.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλᾰτύνω: πλατύνω, εὐρύνω, ἐκτείνω, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 16, κ. ἀλλ.): - Παθ., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι περί τι, ὁμιλεῖν κατὰ πλάτος, ἐκτείνειν τὸν λόγον, Στράβ. 385.
Spanish (DGE)
I 1dilatar, ensanchar τὰ ὅριά σου LXX Ex.23.18, cf. Am.1.13, Mi.1.16.
2 fig., c. ac. de pers. relajar, hacer sentirse bien δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτόν LXX Pr.18.16.
II en v. med.-pas. extenderse fig. αἰτία τοῦ ἐμπλατύνεσθαι τοῖς περὶ Ἀχαιῶν λόγοις Str.8.7.3, cf. Cyr.Al.Mt.37.10, Eust.1680.31.
Greek Monolingual
ἐμπλατύνω (Α)
1. πλατύνω, επεκτείνω
2. φρ. «λόγοις ἐμπλατύνομαι περί τινι» — μακρηγορώ.