ἐμπλατύνω

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλατύνω Medium diacritics: ἐμπλατύνω Low diacritics: εμπλατύνω Capitals: ΕΜΠΛΑΤΥΝΩ
Transliteration A: emplatýnō Transliteration B: emplatynō Transliteration C: emplatyno Beta Code: e)mplatu/nw

English (LSJ)

widen or extend, τὰ ὅρια LXX Ex.23.18: metaph., δόμα ἀνθρώπου ἐ. αὐτόν ib.Pr.18.16:—Pass., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι to expatiate, Str.8.7.3.

Spanish (DGE)

I 1dilatar, ensanchar τὰ ὅριά σου LXX Ex.23.18, cf. Am.1.13, Mi.1.16.
2 fig., c. ac. de pers. relajar, hacer sentirse bien δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτόν LXX Pr.18.16.
II en v. med.-pas. extenderse fig. αἰτία τοῦ ἐμπλατύνεσθαι τοῖς περὶ Ἀχαιῶν λόγοις Str.8.7.3, cf. Cyr.Al.Mt.37.10, Eust.1680.31.

German (Pape)

[Seite 814] darin ausbreiten, LXX. – Med., τοῖς λόγοις περί τινος, sich weitläufig über Etwas verbreiten, Strab. VIII, 385.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλᾰτύνω: πλατύνω, εὐρύνω, ἐκτείνω, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 16, κ. ἀλλ.): - Παθ., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι περί τι, ὁμιλεῖν κατὰ πλάτος, ἐκτείνειν τὸν λόγον, Στράβ. 385.

Greek Monolingual

ἐμπλατύνω (Α)
1. πλατύνω, επεκτείνω
2. φρ. «λόγοις ἐμπλατύνομαι περί τινι» — μακρηγορώ.