ἄθλημα
English (LSJ)
τό, A contest, struggle, Pl.Lg.833c, etc.: pl., athletic exercises, Arist.Pr.956b26, Phld.Mus.p.69 K. II implement of labour, Theoc.21.9.
German (Pape)
[Seite 47] τό, Kampf, Plat. Legg. VIII, 833 c; Pol. 1, 58; Plut. oft. – Bei Theocr. 21, 8 τὰ ταῖν χειροῖν ἀθλήματα, Fischergeräth, womit die Hände sich abmühen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθλημα: τό, (ἀθλέω) ἀγών, ἅμιλλα, μάχη, Πλάτ. Νόμ. 833C κτλ. ΙΙ. ἐργαλεῖον, δι’ οὗ ἐργάζεταί τις, Θεόκρ. 21. 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 combat, lutte;
2 instruments de travail d'un pêcheur.
Étymologie: ἀθλέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 prueba, competición Pl.Lg.833c, Arist.Pr.956b26, Phld.Mus.4.7.1, τιθεὶς ἆθλα πάντων τῶν ἀθλημάτων ISestos 1.79 (II a.C.), cf. IPerge 128.6 (II d.C.), D.C.79.10.3.
2 galardón obtenido en la lucha, D.61.23.
3 aparejo de pesca τὰ ταῖν χειροῖν ἀθλήματα Theoc.21.9.
4 padecimiento, penalidad ἀθλήματα Πηνελοπείης GDRK 21.21.
Greek Monotonic
ἄθλημα: -ατος, τό (ἀθλέω),
I. αγώνισμα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. εργαλείο εργασίας, μέσο καμάτου, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθλημα: ατος τό
1) бой, борьба Plat., Polyb., Plut.;
2) орудие труда: τὰ τᾶς θήρας ἀθλήματα Theocr. охотничьи снасти.
Middle Liddell
ἀθλέω
I. a contest, Plat., etc.
II. an implement of labour, Theocr.