δουροτόμος

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουροτόμος Medium diacritics: δουροτόμος Low diacritics: δουροτόμος Capitals: ΔΟΥΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: dourotómos Transliteration B: dourotomos Transliteration C: dourotomos Beta Code: douroto/mos

English (LSJ)

poet. for δρυτόμος, Opp.H.5.198; πελέκεις AP7.445 (Pers.).

Spanish (DGE)

-ον
cortador de madera, talador de árboles πελέκεις AP 7.445 (Pers.)
subst. ὁ δ. leñador, aserrador ὡς δ' ὅτε δουροτόμοι ξυνὸν πόνον ἀθλεύωσι Opp.H.5.198, ἣν (μελίην) ... δουροτόμοι τέμνουσιν Q.S.1.250.

German (Pape)

[Seite 663] Holz schneidend, spaltend; πέλεκυς Pers. 7 (VII, 445); ὁ δ., der Holzhauer, Opp. H. 5, 198.

Greek (Liddell-Scott)

δουροτόμος: Ἰων. ἀντὶ δορυτόμος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 198, Ἀνθ. Π. 7. 445.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ δουροτόμος bûcheron.
Étymologie: δόρυ, τέμνω.

Greek Monotonic

δουροτόμος: Ιων. αντί δορυτόμος, αυτός που κόβει ξύλα, ξυλοκόπος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δουροτόμος: колющий или рубящий дрова (πελέκεις Anth.).

Middle Liddell

adj [ionic for δορυτόμος]
cutting wood, Anth.