Χιογενής

From LSJ
Revision as of 10:32, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χῑογενής Medium diacritics: Χιογενής Low diacritics: Χιογενής Capitals: ΧΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Chiogenḗs Transliteration B: Chiogenēs Transliteration C: CHiogenis Beta Code: *xiogenh/s

English (LSJ)

ές, of Chian growth, of wine, AP11.44 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

Χῑογενής: -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire de Chios.
Étymologie: Χίος, γένος.

Greek Monotonic

Χῑογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Χῑογενής: родом из Хиоса, хиосский: Χ. Βρομίου πρόποσις Anth. = Χῖος οἶνος.

Middle Liddell

Χῑο-γενής, ές γίγνομαι
of Chian growth, of wine, Anth.

German (Pape)

[Seite 1356] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, πρόποσις Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας ερεικίδες
μσν.-αρχ.
(για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο-γενής].