αἰσυλοεργός

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσῠλοεργός Medium diacritics: αἰσυλοεργός Low diacritics: αισυλοεργός Capitals: ΑΙΣΥΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: aisyloergós Transliteration B: aisyloergos Transliteration C: aisyloergos Beta Code: ai)suloergo/s

English (LSJ)

όν, = αἴσυλα ῥέζων, ill-doing, Max.368; read by Aristarch. in Il.5.403 for ὀβριμοεργός, cf. Clem.Al.Protr.2.33.

Spanish (DGE)

(αἰσῠλοεργός) -όν
malhechor δμῶα Max.368, Aristarch. en Sch.Er.Il.5.403a (por ὀβριμοεργός), (Ἡρακλῆ) οἱ ποιηταὶ ... αἰσυλοεργὸν ἀποκαλοῦσιν Clem.Al.Prot.2.33.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσυλοεργός: -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ ὀβριμοεργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
scélérat.
Étymologie: αἴσυλος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

αἰσῠλοεργός: творящий беззаконие, преступный (Hom. - v.l. ὀβριμοεργός).