καταβείομεν

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek (Liddell-Scott)

καταβείομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ καταβαίνω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de καταβαίνω.

Greek Monotonic

καταβείομεν: Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο, αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

καταβείομεν: эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к καταβαίνω.