λῷστος
From LSJ
English (LSJ)
v. λωΐων.
German (Pape)
[Seite 76] att. = λώϊστος, superl. zu λωΐων, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λῷστος: -η, -ον, ἴδε ἐν λ. λωίων.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. *λῶϊς.
Greek Monolingual
λῷστος, -η, -ον (Α)
1. πάρα πολύ επιθυμητός
2. πάρα πολύ καλός («ᾦ λῷστε πῶλε», Πλάτ.).
Greek Monotonic
λῷστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.