νῆα
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
νῆας, v. ναῦς: νῆαδε, Adv. to the ship, Od.13.19; μετὰ νῆαδε A.R.4.1768.
Greek (Liddell-Scott)
νῆα: νῆας, ἴδε ἐν λέξ. ναῦς· - μετὰ νῆάδε, εἰς τὸ πλοῖον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1768.
French (Bailly abrégé)
acc. ion. de ναῦς.
English (Autenrieth)
see νηῦς.
Greek Monotonic
νῆα: νῆας, Ιων. αιτ. ενικ. και πληθ. του ναῦς.
Russian (Dvoretsky)
νῆα: ион. acc. к ναῦς.