κατατρυφάω
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
A make merry, be insolent, Luc.JTr.53; = κατασπαταλάω, Hsch. II c. gen., delight in, τοῦ Κυρίου LXX Ps.36(37).4; ἐπὶ πλήθει εἰρήνης ib.ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρῠφάω: ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς διάγω, Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, ἡδέως διατρίβω ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, πρός τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être arrogant.
Étymologie: κατά, τρυφάω.
Russian (Dvoretsky)
κατατρυφάω: издеваться, глумиться Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τρυφάω brutaal zijn, spotten.