καταφρόνησις

Revision as of 19:04, 24 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, contempt, disdain, Th.1.122, Pl.R.558b, Arist.Rh.1378b14, D.S.1.93, etc.; disregard, neglect, PMasp.94.13 (vi A.D.), etc.; εἰς κ. ἄγειν τοὺς λόγους D.H. Orat.Vett.2; περὶ ἀλόγου καταφρονήσεως, title of work by Polystratus: also without any bad sense, opp. αὔχημα, Th.2.62.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρόνησις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., καὶ συνηθέστερον περιφρόνησις, Θουκ. 1. 122, Πλάτ. Πολ. 558Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 3· ἀντιτίθεται πρὸς τὸ αὔχημα, τὸ σημαῖνον τὴν μεγὰλην ἰδέαν ἢ τὸ θάρρος, «τὰ ἐγγινόμενα καὶ ἀπὸ εὐτυχοῦς ἀμαθείας καὶ δειλῷ τινι», Θουκ. 2. 62. καταφρονητέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφρονήσῃ, τινὸς Ἀθήν. 625D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mépris.
Étymologie: καταφρονέω.

Greek Monotonic

καταφρόνησις: -εως, ἡ,
1. περιφρόνηση, καταφρόνοια, σε Θουκ., Πλάτ.
2. χωρίς αρνητική σημασία, αντίθ. προς το αὔχημα, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφρόνησις -εως, ἡ [καταφρονέω] minachting.

Russian (Dvoretsky)

καταφρόνησις: εως ἡ Thuc., Plat., Arst., Diod. = καταφρόνημα.

Middle Liddell

καταφρόνησις, εως [from καταφρονέω
1. contempt, disdain, Thuc., Plat.
2. without any bad sense, opp. to αὔχημα, Thuc.

English (Woodhouse)

contempt