καταφρόνημα
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
-ατος, τό, contempt, μὴ φρονήματι μόνον, ἀλλὰ κ. not only spirit, but a spirit of disdain, Th.2.62, cf.J.AJ19.1.16,al., D.C.51.9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mépris.
Étymologie: καταφρονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφρόνημα -ατος, τό [καταφρονέω] minachting.
German (Pape)
τό, eigtl. die Verachtung; bei Thuc. 2.62, μὴ φρονήματι μόνον, ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι, der aus dem Gefühl eigener Überlegenheit und Verachtung des Feindes entspringende Mut, vertrauensvoller Mut. Vgl. καταφρονητικός.
Russian (Dvoretsky)
καταφρόνημα: ατος τό презрение: ἰέναι τοῖς ἐχθροῖς ὁμόσε μὴ φρονήματι μόνον, ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι Thuc. идти на врагов не только с воодушевлением, но и с презрением (к ним).
Greek (Liddell-Scott)
καταφρόνημα: τὸ καταφρόνησις τῶν ἄλλων, μὴ φρονήματι μόνον, ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι, ἡ μεγάλη ἰδέα καὶ τὸ θάρρος τὸ ὁποῖον ἔχει τις περὶ ἑαυτοῦ, συναισθανόμενος καλῶς τὴν ὑπεροχήν του ἀπέναντι τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 2. 62.
Greek Monolingual
το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) καταφρονώ
νεοελλ.-μσν.
1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά 'χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.)
2. αντικείμενο περιφρόνησης («ονείδισμα τών ανθρώπων και καταφρόνημα του λαού», Χριστ. διδασκ.)
αρχ.
η αυτοπεποίθηση και το θάρρος που δίνει σε κάποιον η συναίσθηση της υπεροχής του απέναντι στον εχθρό, η καταφρόνηση, η περιφρόνηση του εχθρού («ἰέναι δὲ τοῖς ἐχθροῖς ὁμόσε μὴ φρονήματι μόνον, ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι», Θουκ.).
Greek Monotonic
καταφρόνημα: -ατος, τό, περιφρόνηση των άλλων, μὴ φρόνημα μόνον, ἀλλὰ καταφρ., όχι μόνο σκέψη, αλλά σκέψη καταφρόνοιας, σε Θουκ.
Middle Liddell
καταφρόνημα, ατος, τό, [from καταφρονέω
contempt of others, μὴ φρόνημα μόνον, ἀλλὰ καταφρ. not only spirit, but a spirit of disdain, Thuc.
Translations
contempt
Arabic: اِحْتِقَار, اِزْدِرَاء; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: בוז; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്ഛം; Old English: forsewennes; Persian: تحقیر; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: פֿאַראַכטונג