μαλακόκισσος
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ὁ, = μῖλαξ λεία, Gp.2.6.31.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόκισσος: ὁ, εἶδος κισσοῦ λείου ἢ περιπλοκάδος, Γεωπ. 2. 6, 31.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grand liseron plante, autre nom du σμῖλαξ λεῖα.
Étymologie: μαλακός, κισσός.
Greek Monolingual
μαλακόκισσος, ὁ (Μ)
το φυτό σμίλαξ η λεία.