μαχαιροποιός

From LSJ
Revision as of 04:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχαιροποιός Medium diacritics: μαχαιροποιός Low diacritics: μαχαιροποιός Capitals: ΜΑΧΑΙΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: machairopoiós Transliteration B: machairopoios Transliteration C: machairopoios Beta Code: maxairopoio/s

English (LSJ)

ὁ, maker of cutlery, Ar.Av. 442, D.27.9, Plu.Dem.4, Luc.Rh.Pr.10.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιροποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 441, Δημ. 816. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, de sabres.
Étymologie: μάχαιρα, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μαχαιροποιός)
ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -ποιός].

Greek Monotonic

μᾰχαιροποιός: -όν (ποιέω), τεχνίτης που κατασκευάζει μαχαίρια, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχαιροποιός:ножевой и сабельный мастер, ножовщик Arph., Dem., Plut.

Middle Liddell

μᾰχαιρο-ποιός, όν ποιέω
a cutler, Ar., Dem.