παλίγκραιπνος

From LSJ
Revision as of 11:33, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

German (Pape)

[Seite 448] sehr schnell, ποσί, Simm. ovum (XV, 27).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκραιπνος: -ον, σφόδρα ταχύς, π. ποσὶ Ἀνθ. Π. 15. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
très agile.
Étymologie: πάλιν, κραιπνός.

Greek Monolingual

παλίγκραιπνος, -ον (Α)
πολύ ταχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κραιπνός»ταχύς»].

Greek Monotonic

πᾰλίγκραιπνος: -ον, πολύ γρήγορος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίγκραιπνος: весьма проворный, резвый (πόδες Anth.).

Middle Liddell

πᾰλίγ-κραιπνος, ον,
very swift, Anth.