τονῦν

From LSJ
Revision as of 02:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

German (Pape)

[Seite 1127] s. νῦν.

Greek (Liddell-Scott)

τονῦν: ἴδε νῦν Ι.

French (Bailly abrégé)

c. νῦν.
Étymologie: τό, νῦν.

Greek Monolingual

Α
(επιρρμ. φρ. αντί τὸ νῡν) ο παρών χρόνος, το παρόν.

Greek Monotonic

τονῦν: = τὸ νῦν, για το παρόν, βλ. νῦν I.

Russian (Dvoretsky)

τονῦν: правильнее τὸ νῦν = νῦν.

Middle Liddell

= τὸ νῦν]
for the present, v. νῦν 1.