τονῦν
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1127] s. νῦν.
Greek (Liddell-Scott)
τονῦν: ἴδε νῦν Ι.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Α
(επιρρμ. φρ. αντί τὸ νῡν) ο παρών χρόνος, το παρόν.
Greek Monotonic
τονῦν: = τὸ νῦν, για το παρόν, βλ. νῦν I.
Russian (Dvoretsky)
τονῦν: правильнее τὸ νῦν = νῦν.
Middle Liddell
= τὸ νῦν]
for the present, v. νῦν 1.