ἀλακάτα
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
ἡ, Doric for ἠλακάτη; — Dim. ἀλακάτιον, τό, POxy. 1740.8 (iii/iv AD).
Spanish (DGE)
v. ἠλακάτη.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠλακάτη.
Greek Monolingual
ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.
Greek Monotonic
ἀλακάτα: ἡ, Δωρ. αντί ἠλακάτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀλακάτα: ἡ дор. = ἠλακάτη.