ἀνδρόπαις

From LSJ
Revision as of 16:19, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

German (Pape)

[Seite 219] αιδος, ὁ, von männlicher Gesinnung, Soph. frg. 551; ἀνήρ Aesch. Spt. 515, der jugendliche Mann.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόπαις: -αιδος, «ἢ ὁ παῖς ὁ νεωστὶ εἰς ἄνδρας ἐλθών, ἢ ὁ ἐν τῆ παιδικῇ ἡλικίᾳ ἀνδρεῖος ὤν, λέγει δὲ τὸν Παρθενοπαῖον τὸν υἱὸν τῆς Ἀταλάντης» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θ. 533. τοῦ Τρωΐλου, Σοφ. Ἀποσπ. 511· «ἀνδρούμενος ἤδη πως· ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχων παῖς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

αιδος (ὁ) :
enfant aux sentiments virils.
Étymologie: ἀνήρ, παῖς.

Spanish (DGE)

-αιδος, ὁ
hombreniño, héroe casi niño de Partenopeo, A.Th.533, de Troilo τὸν ἀνδρόπαιδα δεσπότην ἀπώλεσα S.Fr.619 (ref. al cual cf. ἀνδρούμενος ἤδη παῖς ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχοντα (sic), Hsch., παῖδα μὲν τῇ ἡλικίᾳ, ἄνδρα δὲ τῷ φρονήματι Sch.Pi.P.2.121c), cf. Ar.Fr.744B.

Greek Monotonic

ἀνδρόπαις: -αιδος, ὁ (ἀνήρ), νεαρός κοντά στην ηλικία της ανδροσύνης, κοντά στην ενηλικίωση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρόπαις: παιδος ὁ отрок с умом мужа, не по летам развитой (ἀ. ἀνήρ Aesch.).

Middle Liddell

ἀνήρ
a man-boy, i. e. a youth near manhood, Aesch.