ἐφεδρήσσω

From LSJ
Revision as of 08:15, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεδρήσσω Medium diacritics: ἐφεδρήσσω Low diacritics: εφεδρήσσω Capitals: ΕΦΕΔΡΗΣΣΩ
Transliteration A: ephedrḗssō Transliteration B: ephedrēssō Transliteration C: efedrisso Beta Code: e)fedrh/ssw

English (LSJ)

poet. for ἐφεδράζω, A sit upon, ἕδρης Coluth.256; ἅρμασι Nonn. D.20.36. 2 sit by, τινι AP7.161 (Antip. Sid.): abs., Coluth. 69:—also ἐφεδρ-ιάω, Id.15.

German (Pape)

[Seite 1113] p. = ἐφεδράζω, darauf sitzen, Nonn. D. 11, 148 u. öfter; Coluth. 68. 256. Vgl. auch ἐφεδράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεδρήσσω: ποιητ. ἀντὶ ἐφεδράζω, ἐπικάθημαι, ἕδρης Κόλουθ. 252· ἅρμασι Νόνν. Δ. 20. 36. 2) παρακάθημαι, τινι Ἀνθ. Π. 7. 161, Κόλουθ. 68. - Ἀντίγραφά τινα ἔχουσιν ἐφεδρήσω, ὅπερ ἐλαμβάνετο ὡς ἀόρ. ἐνεστῶτός τινος ἐφεδράω.

French (Bailly abrégé)

1 être assis ou posé sur, s'asseoir ou se poser sur, gén. ou dat.;
2 s'asseoir ou se poser auprès de, τινι.
Étymologie: ἐφέδρα.

Greek Monolingual

ἐφεδρήσσω (ΑΜ) εφέδρα
(ποιητ. τ. του ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῖσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.)
2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.

Greek Monotonic

ἐφεδρήσσω: ποιητ. αντί προηγ., επικάθομαι, στηρίζομαι επάνω, τινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεδρήσσω: (только praes.) садиться, присаживаться (τινὶ Anth.).

Middle Liddell


poet. for ἐφεδρεύω to sit by, τινί Anth.