ἔντριψις
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
εως, ἡ, A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11.
II cosmetic, Ael.VH12.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.VH 12.1.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιον ἢ ἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d'oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.
Greek Monotonic
ἔντριψις: -εως, ἡ (ἐντρίβω), τρίψιμο, προστριβή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔντριψις: εως ἡ втирание (χρώματος Xen.).