ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.
2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.
see ἕπω.
ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.
ἕπευ: ион. imper. к ἕπω.