ὀξυόστρακος
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
ον, with a sharp shell, Luc.Lex.13.
German (Pape)
[Seite 353] mit spitzer, scharfer Schale, Luc. Lexiph. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ ὄστρακον, Λουκ. Λεξιφ. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux écailles pointues, tranchantes.
Étymologie: ὀξύς, ὄστρακον.
Greek Monolingual
ὀξυόστρακος, -ον (Α)
αυτός που έχει οξύ όστρακο, αιχμηρή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ὄστρακον.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠόστρᾰκος: сделанный из острой раковины или с острыми как у раковины краями (ποτήριον Luc.).