ὁλόχρυσος

From LSJ
Revision as of 11:01, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόχρῡσος Medium diacritics: ὁλόχρυσος Low diacritics: ολόχρυσος Capitals: ΟΛΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: holóchrysos Transliteration B: holochrysos Transliteration C: olochrysos Beta Code: o(lo/xrusos

English (LSJ)

ον, of solid gold, Antiph.224.5, Call. Iamb.1.130, Callix.2, Plu.2.852b : metaph., Phld.Rh.1.190 S.

German (Pape)

[Seite 328] ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόχρῡσος: -ον, ὁ ὅλος ἐκ χρυσοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Χρυσίδι» 1. 5, Πλούτ. 2. 852Β, Ἀθήν. 202Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en or.
Étymologie: ὅλός, χρυσός.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.