Ὀπτιλέτις

From LSJ
Revision as of 09:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek (Liddell-Scott)

Ὀπτῐλέτις: -ιδος, ἡ, ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, Πλουτ. Λυκοῦργος 11. ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 19.

French (Bailly abrégé)

έτιδος (ἡ) :
propr. « la voyante » (Athéna).
Étymologie: ὀπτίλος.

Russian (Dvoretsky)

Ὀπτῐλέτις: ῐδος ἡ Оптилетида, «Видящая», «Зрящая» (эпитет Паллады-Афины) Plut.