διαμηχανάομαι
English (LSJ)
bring about, contrive, δ. ὅπως… Ar.Eq.917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου Pl.Smp.179d.
Spanish (DGE)
(διαμηχᾰνάομαι) 1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.Smp.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.Ep.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.Eq.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar τοῦτο Plu.Cat.Mi.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως Hom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.Trag.23.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; ὅπως, 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
essayer par toutes sortes de moyens.
Étymologie: διά, μηχανάω.
Greek (Liddell-Scott)
διαμηχᾰνάομαι: ἀποθ., ἐφευρίσκω, κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. ὅπως… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
Greek Monotonic
διαμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαμηχᾰνάομαι: постоянно затевать, усиленно выдумывать, изобретать всяческие способы (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι ὅπως ἂν … Arph. я уж устрою так, чтобы ….
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.