πασσέληνος
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
v. πανσέληνος.
Greek (Liddell-Scott)
πασσέληνος: -ον, ἀντὶ πανσ-, ὡς ὁ Βεκκῆρος γράφει παρ’ Ἀριστ.
Greek Monolingual
ή, Α
βλ. πανσέληνος.
Greek Monotonic
πασσέληνος: -ον = παν-σέληνος.
Russian (Dvoretsky)
πασσέληνος: Arst. = πανσέληνος I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασσέληνος zie πανσέληνος.
Middle Liddell
πασ-σέληνος, ον, = πανσέληνος.]