ποτνιάομαι

Revision as of 08:33, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A cry ὦ πότνια: hence generally, cry aloud in horror or indignation, Att. acc. to Moer., but found only in later Prose; of women, Plu.Caes.63, Ant.35,2.507c, Ach.Tat.6.15, etc.; of a man, J.AJ9.8.6, al., Plu.2.408a, Luc.Merc.Cond.17, Gall.20; ἐπὶ τοῖς δρωμένοις Eun.VSp.501 B.; even of elephants, Ael.NA5.49. 2 c. acc., implore loudly, Ph.1.391: c. inf., Id.2.227: abs., ib.65, al.

German (Pape)

[Seite 690] deponens med., eigtl. zu einer Göttinn πότνια rufen, anflehen, kläglich bitten, wie es B. A. 229 erkl. wird, τὸ μετὰ λύπης τὸν θεὸν ἐπιβοᾶσθαι, wie Tim. lex. Plat. 221, wo Ruhnken viele Beispiele aus Sp. beibringt und zeigt, daß es von Männern und Frauen gebraucht wurde; Luc. Moeris erkl. ποτνιώμενος für attisch, dem hellenistischen δυσφορῶν entsprechend.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
propr. appeler une déesse πότνια « sainte, auguste », d'où invoquer, implorer, appeler à son secours, acc. en parl. de femmes, rar. d'hommes.

Greek (Liddell-Scott)

ποτνιάομαι: ἀποθ., ὀδύρομαι θρηνῶ, μεγαλοφώνως, ἱκετεύω μετ’ οἰμωγῆς (ἴδε ἐν λ. Ποτνιαὶ ΙΙ), μνημονεύεται ὡς Ἀττ. ὑπὸ τοῦ Μοίρ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Καῖσ. 63, Ἀντ. 35., 2. 408Α, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρός, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκρ. 20· ἐπὶ ἐλεφάντων, Αἰλ. π. Ζ. 5. 49· ― ὅθεν ποτνίασις, εως, ἡ, θρῆνος, οἰμωγή, Πολυδ. Ϛ΄, 202· ποτνιασμός, ὁ, Στράβ. 297. 2) μετ’ αἰτ., ἐπικαλοῦμαι, ἐπιβοῶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, Πολυδ. Α΄, 391 (389), κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσύχ., ποτνιάζομαι, «ποτνιάζου· εὔχου, παρακάλει».

Greek Monotonic

ποτνιάομαι: αποθ., κλαίω ή θρηνώ μεγαλόφωνα, ουρλιάζω, σκούζω, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ποτνιάομαι: досл. восклицать «ὦ πότνια(ι)», призывать богинь, перен. слезно молить, умолять Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτνιάομαι [πότνια] ὦ πότνια roepen, d.w.z. een kreet slaken (van ontzetting of verontwaardiging).

Middle Liddell

ποτνιάομαι, [from Ποτνιάς
Dep. to cry or lament aloud, shriek, howl, Plut., Luc.