πεπερημένος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
v. πέρνημι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de περάω².
Greek (Liddell-Scott)
πεπερημένος: ἴδε περάω (Β).
English (Autenrieth)
see περάω.
Greek Monotonic
πεπερημένος: μτχ. Παθ. παρακ. του περάω (Β).
Russian (Dvoretsky)
πεπερημένος: эп. part. pf. pass. к περάω II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπερημένος -η -ον ep. ptc. perf. med.-pass. van πέρνημι.